Σίγουρα όλοι έχουμε κοιτάξει έστω και μια φορά το Screen Time στο κινητό μας που μας υποδηλώνει με στατιστικά στοιχεία πόση ώρα περάσαμε στην οθόνη μας μία συγκεκριμένη μέρα, σε ποιες εφαρμογές αφιερώσαμε τον περισσότερο χρόνο, πόσο χρόνο αφιερώσαμε σε κάθε μία από αυτές καθώς και: πόσες ειδοποιήσεις δεχθήκαμε σε κάθε εφαρμογή, πόση ώρα αφιερώσαμε σε κάθε εφαρμογή, πόσες φορές σηκώσαμε το κινητό μας τη δεδομένη ημέρα αλλά και πότε πιάσαμε το κινητό μας πρώτη φορά για τη δεδομένη ημέρα.
Συνήθως, αν ερωτηθούμε πόσες φορές νομίζουμε ότι πιάσαμε και ανοίξαμε το κινητό μας μία δεδομένη ημέρα, θα απαντήσουμε πως το κάναμε πολύ λιγότερες φορές από όσες το κάναμε στην πραγματικότητα. Μάλιστα, θα αμφισβητήσουμε τις φορές που αναγράφονται στο Screen Time των κινητών μας, θεωρώντας πως έχουμε μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση από όση φαίνεται πως έχουμε πραγματικά. Συνήθως, οι ίδιοι που θεωρούν ότι τα νούμερα του Screen Time δεν αντιπροσωπεύουν τη συχνότητα με την οποία ασχολούνται με το κινητό τους, βιώνουν πολλές φορές και τις ειδοποιήσεις φαντάσματα, (‘phantom notifications’) φαινόμενο που υποδηλώνει μία ψυχολογική εξάρτηση από το κινητό και τις ειδοποιήσεις, καθώς είμαστε σίγουροι πως λάβαμε ειδοποίηση ή χτύπησε το κινητό μας, μόνο για να διαπιστώσουμε πως δεν λάβαμε τίποτα μόλις τελικά δούμε την οθόνη μας.
Η έρευνα των Janne Lindqvist, Fengpeng Yuan και Xianyi Gao μελέτησε και προέβλεψε την ένταση και τη συχνότητα με την οποία ένας χρήστης κινητού τηλεφώνου διακόπτεται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Την έρευνα βοήθησε μία ειδική εφαρμογή η οποία συνέλεξε δεδομένα από τα υποκείμενα της έρευνας, όπως την ακριβή τοποθεσία τους, την ακριβή δραστηριότητα που έκαναν τη στιγμή της διακοπής από τις ειδοποιήσεις, καθώς και δεδομένα για την προσωπικότητά τους προκειμένου να εντοπίσουν ποια είναι η καταλληλότερη ώρα που οι χρήστες των κινητών/εφαρμογών είναι πιο έτοιμοι να δεχθούν ειδοποιήσεις από τις διάφορες εφαρμογές στο κινητό τους. Για να βγουν ακριβέστερα τα αποτελέσματα, η εφαρμογή παρακολουθούσε για τη διάρκεια μίας ημέρας τους εθελοντές γνωρίζοντας την τοποθεσία και τη δραστηριότητα τους κάθε στιγμή. Οι εθελοντές είχαν τη δυνατότητα, για να βοηθήσουν στην ανάλυση των δεδομένων, να σημειώνουν πότε ενοχλούνται περισσότερο και πότε λιγότερο από μία ειδοποίηση. Όλα τα παραπάνω δεδομένα μαζί με δεδομένα που οι ερευνητές συνέλεξαν για την προσωπικότητα των εθελοντών μέσω τεστ προσωπικότητας, δημιούργησαν μία φόρμουλα κατά την οποία ο πάροχος μίας εφαρμογής μπορεί να γνωρίζει πότε είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για έναν χρήστη να δεχθεί μία ειδοποίηση αλλά και να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη ειδοποίηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκάστοτε εφαρμογή (δηλ. να κοιτάξει φωτογραφίες στο Instagram, να δει δημοσιεύσεις στο Twitter και να καταναλώσει περιεχόμενο στο YouTube).
Ενώ ο σκοπός της έρευνας των Lindqvist, Yuan και Gao είναι να βρεθούν καλύτεροι τρόποι διαχείρισης των ειδοποιήσεων και να ελαχιστοποιηθούν οι διασπάσεις για τους χρήστες, μία τέτοια έρευνα μπορεί να φανεί χρήσιμη σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Instagram, που έχουν σκοπό να αυξάνουν συνεχώς τo user engagement και θα τους ενδιέφερε να γνωρίζουν πότε ένας χρήστης είναι πιο πιθανό να ασχοληθεί με τις ειδοποιήσεις που λαμβάνει.
Το Facebook, το οποίο ενώ παραμένει δημοφιλές λόγω των 2.89 δισεκατομμυρίων μηνιαίων και 1.56 δισεκατομμυρίων ημερήσιων χρηστών του αλλά είναι γνωστό πως πλέον πνέει τα λοίσθια ειδικά στις νεότερες γενιές, έχει μεγάλο συμφέρον να διατηρήσει την προσοχή των χρηστών που ακόμα δεν εγκαταλείπουν. Τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποιεί διάφορων ειδών πρακτικές για να κρατάει το ενδιαφέρον των χρηστών του ζωντανό, όπως το να στέλνει προσωπικά e-mails στους χρήστες όπως υπενθυμίσεις για τα ‘Memories’ που όλοι λαμβάνουν καθημερινά μέσω της εφαρμογής του Facebook, επετείους φιλίας και βιντεάκια με κοινές φωτογραφίες στο Messenger app που όμως τα στέλνει το ίδιο το Facebook και όχι ο άλλος χρήστης αλλά και e-mails ενημερώνοντας πως κάποιος έχει στείλει ένα μήνυμα μέσω Messenger. Οι πρακτικές αυτές έχουν χαρακτηριστεί ως spam από πολλούς χρήστες, κάνοντας την ερώτηση ‘Πώς μπορώ να προσαρμόσω τις ειδοποιήσεις μέσω email από το Facebook;’ μία από τις πιο διαδεδομένες ερωτήσεις στο Help Center του Facebook.
Το Instagram, ακολουθώντας παρεμφερείς πρακτικές όπως τα Reels και το Instagram Shopping, προσπαθεί να αυξήσει το user engagement του τα τελευταία χρόνια. Με πάνω από 1 δισεκατομμύριο χρήστες το μήνα και μόλις το 9ο πιο δημοφιλές ερώτημα στο Google, δεν θα ήταν παράλογο να αναλογιστούμε πως η ίδια εταιρεία θα ενδιαφερόταν να το αυξήσει παραπάνω. Κάποιοι από τους πλέον διαδεδομένους τρόπους για να διατηρεί το Instagram την προσοχή των χρηστών του είναι το να δίνει προτεραιότητα στις φωτογραφίες που θεωρεί πως θα σε ενδιαφέρουν ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του χρήστη αλλά και στην εμφάνιση δημοσιεύσεων η ιστοριών από άτομα που είναι πιο κοντά στο χρήστη, προκειμένου να κάνουν το χρήστη να συνεχίσει το scrolling παρακάτω, για να δει και τα υπόλοιπα. Με τον ίδιο τρόπο, το Instagram θα προβάλλει τα πιο σχετικά ποστ από τα κοντινά άτομα του χρήστη, εάν ο χρήστης συνηθίζει να μπαίνει στην πλατφόρμα μία φορά τη μέρα, και θα προβάλλει περισσότερα ποστ και συστάσεις άλλων προφίλ που μπορεί να ενδιαφέρουν τον χρήστη που μπαίνει τακτικά στην εφαρμογή.
Είναι μόνο λογικό να υποθέσουμε πως τέτοιες κυρίαρχες στο χώρο του διαδικτύου πλατφόρμες θα προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν έρευνες σαν την προαναφερθείσα προς όφελός τους. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο που το Facebook εξαγόρασε το Instagram τον Απρίλιο του 2012.
Φαίνεται πως το να περνάμε πολλές ώρες της ημέρας στο κινητό μας δίνει, εκτός από την πολύτιμη προσοχή μας, και πολλά προσωπικά δεδομένα που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για να δεχόμαστε ακόμα περισσότερες ειδοποιήσεις στα κοινωνικά μας δίκτυα και μάλιστα σε στιγμές που, βάσει της ανάλυσης των δεδομένων από τις εν λόγω εφαρμογές, είναι πιο πιθανό να ανοίξουμε το κινητό μας, περνώντας παραπάνω ώρα από όση υπολογίζαμε.
Γράφει η Αλκμήνη Γιαννή, αρθρογράφος νομικών θεμάτων στο Digital Detox Experience.